ἀλέμιν

ἀλέμιν

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλέμιν
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἀλέμιν τό, Κύπρ.
  8. Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. alem= διασκέδασις.
  9. Σημασιολογία: Πανηγυρικὴ ὑποδοχή : ᾎσμ.. Τ’ ἐπιˬάσαντην τ’ ἐπῆραν την εἰς τοῦ καδῆ τὸ έριν ταὶ βκάλ-λουν ταὶ τὸν Γριστοφῆν ταὶ κάμνουν τον ἀλέμιν.