ἀλέμι

ἀλέμι

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλέμι
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἀλέμι τό, Σκίαθ.
  8. Ἐκ τοῦ Τουρκ. alem = σημαία.
  9. Σημασιολογία: Λεπτὸν καὶ διαφανὲς νυμφικὸν κάλυμμα τῆς κεφαλῆς.