- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλέμι
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἀλέμι τό, Σκίαθ.
- Ἐκ τοῦ Τουρκ. alem = σημαία.
-
Σημασιολογία:
Λεπτὸν καὶ διαφανὲς νυμφικὸν κάλυμμα τῆς κεφαλῆς.