ἀλεκατώνω

ἀλεκατώνω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλεκατώνω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλεκατώνω Ἄνδρ. Κύθν. κ.ἀ.
  7. Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεκάτη.
  8. Σημασιολογία: 1) Ἀλεκατιˬάζω, ὃ ἰδ., Κύθν. κ ἀ. 2) Τοποθετῶ κλάδους τοῦ θάμνου ἀλεκατίου εἰς τὸ σηροτροφεῖον διὰ νὰ ἀνέλθουν ἐπ’ αὐτῶν οἱ μεταξοσκώληκες καὶ σχηματίζουν τὰβομβύκια Ἄνδρ. : Νὰ φέρῃς ἀλεκάτιˬα ἀπὸ τὸ βουνὸ τσαὶ νὰ τ’ ἀλεκατώσεις τὰ μαμούνιˬα. Συνών. κλαδώνω. 3) Ὑποστηρίζω τι διὰ κλάδων ἀλεκατίου ἢ ἄλλου θάμνου Ἄνδρ. : Ἀλεκατώνω τσοὶ dομάτες (ἀνυψώνω αὐτὰς ὑποστηρίζων διὰ κλάδων διὰ νὰ μὴ σήπωνται κατακείμεναι ἐπὶ τῆς γῆς).