- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεκατώνω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλεκατώνω Ἄνδρ. Κύθν. κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεκάτη.
-
Σημασιολογία:
1) Ἀλεκατιˬάζω, ὃ ἰδ., Κύθν. κ ἀ. 2) Τοποθετῶ κλάδους τοῦ θάμνου ἀλεκατίου εἰς τὸ σηροτροφεῖον διὰ νὰ ἀνέλθουν ἐπ’ αὐτῶν οἱ μεταξοσκώληκες καὶ σχηματίζουν τὰβομβύκια Ἄνδρ. : Νὰ φέρῃς ἀλεκάτιˬα ἀπὸ τὸ βουνὸ τσαὶ νὰ τ’ ἀλεκατώσεις τὰ μαμούνιˬα. Συνών. κλαδώνω. 3) Ὑποστηρίζω τι διὰ κλάδων ἀλεκατίου ἢ ἄλλου θάμνου Ἄνδρ. : Ἀλεκατώνω τσοὶ dομάτες (ἀνυψώνω αὐτὰς ὑποστηρίζων διὰ κλάδων διὰ νὰ μὴ σήπωνται κατακείμεναι ἐπὶ τῆς γῆς).