- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεκατρίδα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλεκατρίδα ἡ, Κρήτ. ἀλακατρίδα ἀγν. τόπ.
- Ἀγνώστου ἐτύμου.
-
Σημασιολογία:
Κατὰ πληθ., ἡ παιδιὰ τῶν πεντοβόλων.