ἀλεκατρίδα

ἀλεκατρίδα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλεκατρίδα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλεκατρίδα ἡ, Κρήτ. ἀλακατρίδα ἀγν. τόπ.
  8. Ἀγνώστου ἐτύμου.
  9. Σημασιολογία: Κατὰ πληθ., ἡ παιδιὰ τῶν πεντοβόλων.