ἀλεκατόλακκος

ἀλεκατόλακκος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλεκατόλακκος
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Αρσενικό
  7. ἀλεκατόλακκος ὁ, ἀμάρτ.ἀλακατόλακκος Κύπρ.
  8. Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλεκάτι καὶ λάκκος. Τὸ ἀνακατόλακκος κατ’ ἀνομ.
  9. Σημασιολογία: Λάκκος, ἤτοι φρέαρ, εἰς τὸ ὁποῖον τίθεται τὸ πρὸς ἄντλησιν ὕδατος ὄργανον. Ἰδ. ἀλεκάτι 4. Συνών. μαγγανοπήγαδο.