- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεκατιˬάζω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλεκατιˬάζω ἀμάρτ. άλικατιˬάζου Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεκάτη.
-
Σημασιολογία:
Περιελίσσω εἰς τὴν ἠλακάτην πρὸς νῆσιν ἔριον ἢ βάμβακα.Συνών. ἀλεκατίζω, ἀλεκατώνω 1.