- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεκατέα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλεκατέα ἡ, Κάρπ. ἀλακατέα Κάρπ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεκάτη.
-
Σημασιολογία:
Ἀλεκάτη, ὃ ἰδ.