ἄλε͜ιωτος

ἄλε͜ιωτος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἄλε͜ιωτος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἄλε͜ιωτος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἄλτος Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἄίλε͜ιουτους βόρ. ἰδιώμ.ἄλειουτε Τσακων. ἀίλε͜ιουτους Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.) ἄλε͜ιωστος Κρήτ.
  7. Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λε͜ιωτὸς < λε͜ιώνω.
  8. Σημασιολογία: Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Τὸ ἀλε͜ιωστος καὶ παρὰ Βλάχ. 1) Ὁ μὴ τακείς, ὁ μὴ γιαλυθεὶς κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) : Ἄλε͜ιωτο βούτυρο -κερὶ - ξύγγι κττ. Ἄλε͜ιωτη ζάχαρι. Ἄλε͜ιωτα χιˬόνια κοιν. β) Ὁ μὴ διαλυθεὶς διᾶ τῆς σήψεως, ὁ μὴ ἀποσυντεθείς, ἐπὶ νεκροῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) : Νεκρὸς – πεθαμένος ἄλε͜ιωτος κοιν. || Φρ. Ἄλε͜ιωτος ν’ ἀπομείνῃς! (ἀρά. Θεωρεῖται μέγα κακὸν νὰ μείνῃ ὁ νεκρὸςἄλειωτος, διότι τοῦτο ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν ὅτι ἐν τῷ βίῳ τουὑπῆρξε πολὺ άμαρτωλὸς ἢ ὅτι ὑπέπεσεν εἰς ἀφορισμὸν ἐκκλησιαστικὸν) πολλαχ. Ἄλε͜ιωτος νὰ βγῇς ! Πελοπ. (Λακων.) Ἀίλε͜ιουτους νὰ γέ’ς ! Αἰτωλ. Ἄλε͜ιουτε ν’ ἀμαρᾶρε ! (νὰ μείνῃς!) Τσακων. Συνών. ἀκατάλυτος 2, ἀκέρ͜αιος 1γ, ἀδέξιος (ΙΙ) 1.2) Ὁ μὴ ἀποτριβόμενος, ὁ μὴ φθειρόμενος, ὁ πολὺστερεός, ἄφθαρτος, ἐπὶ ἐνδυνάτων, ὑποδημάτων, οἰκιακῶν πραγμάτων ἐξ ὑφάσματοςκατασκευαζομένων κττ. κοιν. : Ἄλε͜ιωτο ροῦχο – σεντόνι – τραπεζομάντηλο κττ. Ἄλε͜ιωτα παπούτσιˬα. Ἄλε͜ιωτη κουβέρτα. Συνών. ἄγραντος 2, ἀήττητος, ἀκατάλυτος 1.