- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἄλε͜ιωτος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἄλε͜ιωτος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἄλτος Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἄίλε͜ιουτους βόρ. ἰδιώμ.ἄλειουτε Τσακων. ἀίλε͜ιουτους Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.) ἄλε͜ιωστος Κρήτ.
- Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λε͜ιωτὸς < λε͜ιώνω.
-
Σημασιολογία:
Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Τὸ ἀλε͜ιωστος καὶ παρὰ Βλάχ.
1) Ὁ μὴ τακείς, ὁ μὴ γιαλυθεὶς κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) : Ἄλε͜ιωτο βούτυρο -κερὶ - ξύγγι κττ. Ἄλε͜ιωτη ζάχαρι. Ἄλε͜ιωτα χιˬόνια κοιν. β) Ὁ μὴ διαλυθεὶς διᾶ τῆς σήψεως, ὁ μὴ ἀποσυντεθείς, ἐπὶ νεκροῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) : Νεκρὸς – πεθαμένος ἄλε͜ιωτος κοιν. || Φρ. Ἄλε͜ιωτος ν’ ἀπομείνῃς! (ἀρά. Θεωρεῖται μέγα κακὸν νὰ μείνῃ ὁ νεκρὸςἄλειωτος, διότι τοῦτο ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν ὅτι ἐν τῷ βίῳ τουὑπῆρξε πολὺ άμαρτωλὸς ἢ ὅτι ὑπέπεσεν εἰς ἀφορισμὸν ἐκκλησιαστικὸν) πολλαχ. Ἄλε͜ιωτος νὰ βγῇς ! Πελοπ. (Λακων.) Ἀίλε͜ιουτους νὰ γέ’ς ! Αἰτωλ. Ἄλε͜ιουτε ν’ ἀμαρᾶρε ! (νὰ μείνῃς!) Τσακων. Συνών. ἀκατάλυτος 2, ἀκέρ͜αιος 1γ, ἀδέξιος (ΙΙ) 1.2) Ὁ μὴ ἀποτριβόμενος, ὁ μὴ φθειρόμενος, ὁ πολὺστερεός, ἄφθαρτος, ἐπὶ ἐνδυνάτων, ὑποδημάτων, οἰκιακῶν πραγμάτων ἐξ ὑφάσματοςκατασκευαζομένων κττ. κοιν. : Ἄλε͜ιωτο ροῦχο – σεντόνι – τραπεζομάντηλο κττ. Ἄλε͜ιωτα παπούτσιˬα. Ἄλε͜ιωτη κουβέρτα. Συνών. ἄγραντος 2, ἀήττητος, ἀκατάλυτος 1.