- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἄλειχτος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἄλειχτος ἐπίθ. Πελοπν. (Σπάρτ.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἄλειχος Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)
- Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ.*λειχτὸς <λείχω. Τὸ ἄλειχος ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ.
-
Σημασιολογία:
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔλειξέ τις ἔνθ’ ἀν. : Ἄλειχον πινκ’ ’κ’ ἐφέκεν (ἄλ. πινάκιον δὲν ἄφησε, ἤτοι ἔλειξεν ὅλα τὰ σκεύη) Χαλδ. Συνών. ἄγλειφτος, ἄγλυφτος 2.