ἀλειφτὸς

ἀλειφτὸς

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλειφτὸς
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλειφτὸς ἐπὶθ. Ἄνδρ. κ.ἀ. ἀ’φτὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
  7. Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀλειπτός.
  8. Σημασιολογία: Ὁ ἀλειμμένος ἔνθ’ ἀν.: Ἀλ’φτὸς τοῖχους Αἰτωλ. Ἀ’φτὴ μάντρα αὐτόθ. Ἅμα δὲν τό ’ῃς ἀ’φτὸ τοὺ ταψὶ μὶ λᾴδ’, δὲ γένιτι καλὸ τοὺ ψουμὶ (’ῃς = ἔχῃς) αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλειφτὸς Ρόδ. Ἀλειφτὸ Σῦρ.