ἀλείφης

ἀλείφης

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλείφης
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλείφης ἐπίθ. Ἰόνιοι Νῆσ.
  7. Ἐκ τοῦ ρ. ἀλείφω.
  8. Σημασιολογία: Ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀλείφεται : Παροιμ. Ἀλείφης ἕν’ ἀβγὸ ἔφαγε κιˬ ἀλείφτηκε ὣς τὸν κόλο (ἐπὶ τοῦ φύσει ἀδεξίου καὶ ρυπαροῦ, ὅστις δὲν δύναται νὰ διατηρήσῃ ἑαυτὸν καθαρόν, καταρρυπαίνεται δὲ καὶ ἂν ἓν ᾠὸν λάβῃ εἰς χεῖρας, ἢ ἐπὶ τοῦἀναστατοῦντος τὰ πάντα πρὸς ἐκτέλεσιν ἀσημάντου ἔργου. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 446).