ἀλειτούργητος

ἀλειτούργητος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλειτούργητος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλειτούργητος ἐπίθ. κοιν. ἐλειτούργητους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀλουτούργητος Ἰων. (Κρήν.) Μεγίστ. Σύμ. ἀλατούρκητος Κύπρ. Ρόδ. ἀλειτούρζητος Κάλυμν. ἀλειτρούγητος Κρήτ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ. ἀλειτρούητος Ἤπ. Ἴος Κάσ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ ἀλουτρούητος Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Νίσυρ. ἀλειτούρ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
  7. Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀλειτούργητος =ἀπηλλαγμένος λειτουργιῶν, ἤτοι βαρειῶν τινων δημοσίων εἰσφορῶν. Αἱ σημεριναὶ σημ. ἀπὸ τῆς χριστιανικῆς λατρείας.
  8. Σημασιολογία: 1) Παθ. ὁ μὴ λειτουργούμενος, ὁ ἄνευ λειτουργίας μένων, ἐπὶ ναοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν τελεῖται λειτουργία κοιν. Ἐκκλησιὰ ἀλειτούργητη πολλαχ. Ἔμ ’κι ἀλειτούρ’γ’ ἡ ἰκκλησιˬά μας τὴν Κυριˬακὴ Αἰτωλ. Ὁλόδροσες πρασινάδες καὶ χλωρασιˬὲς κρύβουν ’ τὰ χλοερὰ βάθη τους τὸ ἐκκλησιδάκι τὸ ἀλειτούργητο ΚΠασαγιάνν.Μοσκ. 116 || ᾌσμ. Ἐμίσσεψες καὶ μ’ ἄφησες σὰν βιˬόλα μαραμμένη, σὰν ἐκκλησιˬὰ ἀλειτούργητη, σὰν χώρα γκρεμισμένη Πελοπν. (Ἀργολ.) Σηκώνεται τσ’ ἑ λυερὴ σὰν παραλοϊσμένη, σὰν ἐκκλησιˬὰ ἀλουτούργητη, σὰν κάστρο κουρσεμένο Μεγίστ. Ὅπου μ’ ἐφίλε͜ιε τσ’ ἤλεε ποτὲ δὲ μ’ ἀπαρνε͜ιέται τσαὶ τώρᾳ μ’ ἀπαρνήθητσε σὰν καλαμεˬὰ ’ς τὸν κάμπο, σὰν ἐκκλησιˬὰ ἀλειτρούητη, σὰ χώρα κρουσεμένη Ἴος Ἔρημον, ἀλουτούρκητον τιˬ ἀπὸ πολλοῦ κλεισμένον, μέσα ’ς τ’ἀγκάθκιˬα τὰ πυκνὰ φραμένον ταὶ χωσμένον (ἐνν. τὸ ἐκκλησιδάκι) Κύπρ. β) Ὁ μὴ καθιερωθείς, ὁ μὴ ἁγιασθείς διὰ λειτουργίας πολλαχ : Ἀλειτούρ’γ’ εἰκόνα Αἰτωλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν.Πβ. Νομοκάν. 1, 87. (ἔκδ.JCotelerius) «εἴ τις ἱερεὺς οὐ λειτουργήσει, ἀλλὰ φάγῃ τὰς προσφορὰς ἀλειτουργήτους, ἐπιτίμιον ἔχει χρόνον ἔνα μετανοίας». γ) Τὸ θηλ. ἀλειτούργητη Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Τσανδ.) καὶ οὐδ. ἀλειτούργητο Ἤπ. (Δρόβιαν.) Θρᾴκ. (Τσανδ.) οὐσ., ἀραβόσιτος, ὅστις δὲν δύναται νὰ χρησιμοποιθῇ εἰς τὴν παρασκευῆν ἄρτου τῆς λειτουργίας, διότι οὗτοςπρέπει νὰ εἶναι καθαρὸς ἐκ σίτου (τὸ θηλ. κατ’ ἔλλειψιν τοῦ οὐσ. προσφορὰ ἐσήμαινε κατ’ ἀρχὰς τὴν προσφοράν, ἡ ὁποία δὲν παρεσκευάζετο ἐκ σίτου καθαροῦ καὶ ἑπομένως δὲν ἠδύνατο νὰ χρησιμοποιηθῇ εἰς τὴν τέλεσιν λειτουργίας, βραδύτερον δὲ κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν ἀραβόσιτον, ὅστις εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀκατάλληλος εἰς τὸν σκοπὸν τοῦτον, τὸ δὲ οὐδ. ὁμοίως κατ’ ἔλλειψιν τοῦ οὐσ. ἀλεύρι, ὁποῖον ἐνν. τὸ ἐξ ἀραβοσίτου) : Ἔχει μέσα καὶ ἀλειτούργητητὸ ἀλεύρι Σηλυβρ. δ) Ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς τὸν ναὸν πρὸς ἀκρόασιν τῆς θείας λειτουργίας καὶ γενικῶς ὁ ἐξ ἀδιαφορίας παραμελῶν τὴν ἐκτέλεσιν τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων Ἰων. (Κρήν.) Κάλυμν. Μεγίστ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Λάστ. Μεσσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Χριστιˬανὸς ἀλουτρούητος Νίσυρ. ε) Ὁ μηδὲν ἱερὸν καὶ ὅσιον ἔχων, ὁ σκληρός, ἄσπλαχνος, φιλάργυρος καὶ γενικῶς ὁ ἀλιτήριος, ὁ μεστὸς πάσης κακίας Ἀθῆν. Ἄνδρ. Ἤπ. Θεσσ. Κάσ. Κρήτ. Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρκάδ. Γορτυν. Λακων. Λάστ. Συκεˬὰ Κορινθ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Βρὲ τὸν ἀλειτούργητο – τὴν ἀλειτούργητη !(ἐκφρασις ἀποστροφῆς καὶ ἄπεχθείας)Ἀθῆν. Πελοπν. κ.ἀ. Τί ἀλειτούρ’γους κόσμους εἶνι μὴ ρουτᾷς! Αἰτωλ. Σοῦ ’ν’ ἕνας ἀλειτούργ’γους, ὅ,τ’ νὰ χαλέψ’ς, πουτὲ δὲ σ’ δί’ τίπουτα αὐτόθ. Τί πιρ’μέ’ς ἀπ’ ἀλειτούρ’γου ἄνθρουπου !ἀυτόθ. || ᾎσμ. Γιˬὰ ’ ὲς τὴν ἀλειτρούητη, λόγιˬα ποῦ μοῦ τὰ λέει! ἄμε, καλή κι ὡς μ’ ἤκαψες, πάντα καμένη να’σαι! (’ὲς=δές, ἰδὲ) Κάσ. Πβ. ἀμετάλαβοςς) Μεταφ. ὁ βόρειος ἄνεμος (ὠνομάσθη οὕτω διὰ τὴν σφοδρὸτητὰ του καὶ τὸ δριμὺ ψῦχος) Μακεδ. (Θεσσαλον.) 2) Ἐνεργ. ὁ μὴ ἐκτελέσας τὴν θείαν λειτουργίαν, ἐπὶ ἱερέως Λυκ. (Λιβύσσ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. : Ὁ παππᾶς ἔφυγε ἀλειτούργητος Ἑρμούπ. || Παροιμ. Παρὰ παππᾶς σκουτουμένους κάλλιˬα παππᾶς ἀλειτούργητους (προτιμότερον νὰ μὴ λειτουργήσῃ ὁ ἱερεὺς παρὰ νὰ φονευθῇ, ἤτοι δύο κακῶν προκειμένων τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον. Εἰς τὴν παροιμ. πάντως ὑπόκειται διήγησίς τις) Λιβύσσ.