ἀλείπαστος

ἀλείπαστος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλείπαστος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλείπαστος ἐπὶθ. Πελοπν. (Καρδαμ.)
  7. Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λειπαστὸς < λειπάζω.
  8. Σημασιολογία: Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ λείψῃ, ἀναπόφευκτος.