ἁλε͜ιὸ

ἁλε͜ιὸ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἁλε͜ιὸ
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἁλε͜ιὸ τό, Σῦρ.
  8. Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁλε͜ιά.
  9. Σημασιολογία: Ἁλιεία :Πάμε ’ς τ’ ἁλε͜ιό. Συνών. ἁλε͜ιὰ 1.