- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλειμματώνω
- Λήμμα
- Ρἠμα
- ἀλειμματώνω Πόντ. (Σάντ.Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀ’μματώνου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ’λειμμώνω ἐκ τῆς ὀνομαστ. τοῦ ἑνικοῦ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλειμμα. Το ’λειμμώνω ἐκ τῆς ὀνομαστ. τοῦ ἑνικοῦ.
-
Σημασιολογία:
1) Ἀρτύω φαγητὸν διὰ λίπους Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
β) Ἄλείφω ἢ κηλιδώνω τι διὰ λίπους Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ. )γ) Ἀλείφω Ἀπουλ. (Καλημ.) : Τὸνε ’λειμμώνει μέλι.2) Παχύνω, καθίσταμαι εὐτραφής, συνήθως ἐπὶ ζῷων Θρᾴκ. (Μάδυτ.) : Ἂς τοὺ σφάξουμι τοὺ πρόβατού μας, γιˬατὶ πουλὺ ἀ’μμάτουσι.