- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλειμμάτωμαν
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἀλειμμάτωμαν τό, Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
- Ἐκ τοῦ ρ. ἀλειμματώνω.
-
Σημασιολογία:
Ἄρτυσις φαγητοῦ διὰ λίπους ἔνθ’ ἀν. : Τῆ φαεῖ τ’ ἀλειμμάτωμαν.