ἀλειμματόπουλλο

ἀλειμματόπουλλο

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλειμματόπουλλο
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἀλειμματόπουλλο τό, ἀλειμματόπον Πόντ. (Σάντ.) ἀλειμμόπον Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
  8. Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄλειμμα. Τὸ ἀλειμμόπον ἐκ τῆς ὀνομαστ.
  9. Σημασιολογία: Μικρὰ ποσότης λίπους ἔνθ’ ἀν.: Σύρω ἕναν ξάι ἀλειμμόπον ’ς σὰ λάχανα (βάλλω ὀλίγον κτλ.) Χαλδ.