- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλειμματοκέρι
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἀλειμματοκέρι τό, ἀλειμματοκέριν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀλειμματοκέρι σύνηθ. ἀλειμματοκέρ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Πόντ (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀλειμματοτέρ’ Πόντ. (Ὄφ.) ἀ’μματουκέρ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Σάμ. κ.ἀ.
- Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλειμμα καὶ κερί. Παρὰ Λάουνδ. ἀλειμματοκέριον.
-
Σημασιολογία:
Κηρίον κατεσκευασμένον ἐκ στέατος. Συνών. ἀλειμμοφωτιά, ἀμυλοκέρι, ξυγγοκέρι. Πβ. καὶ μελισσοκέρι.