ἀλειμματιˬάρις

ἀλειμματιˬάρις

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλειμματιˬάρις
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλειμματιˬάρις ἐπὶθ. ἀμάρτ. ἀλειμματρις Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) ἀλειμμαdιˬέρη Καππ. (Φάρασ.)
  7. Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλειμμα καὶ τῆς παραγωγικὴς καταλ. – ιˬάρις. Περὶ τῆς καταλ. τοῦ τύπ. ἀλειμμαdιˬέρη ἰδ. RDawkins Modern Greek in Asia Minor 167.
  8. Σημασιολογία: 1) Ὁ ἔχων πολὺ ἄλειμμα, λιπαρός, συνήθως ἐπὶ κρέατος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οίν.) : Ἀλειμματριν κρέας Οἰν. Συνών. ἀλειμματιάρικος. 2) Εὐτραφής, παχύσαρκος Καππ. (Φάσαρ.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) : Ἀλειμματρις ἄνθρωπος Οἰν. Συνών. ἀλειμματερὸς 2.