- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλειμματιάριˬκος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλειμματιάριˬκος ἐπίθ. Λεξ. Ἐλευθερουδ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλειμματιˬάρις. Ὁ μεταπλασμὸς ἐκ τοῦ οὐδ. ἀλειμματιˬάρικο.
-
Σημασιολογία:
Ὁ ἔχων, περιέχων λίπος. Συνών. ἀλειμματιˬάρις 1.