- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλειμματέα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλειμματέα ἡ, Πόντ. ἀλειμματὲ Δ.Κρήτ. ἀλεμματὲ Δ. Κρήτ. (Ἄγιος Βασίλ.)ἀλειμματία Εὔβ. (Κύμ.)
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλειμμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. – έα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 240 καὶ 245.
-
Σημασιολογία:
1) Ὀσμὴ ἀλείμματος, λίπους Εὔβ. (Κύμ.) Δ.Κρήτ. Πόντ. : Ἀλειμματέας μυρίζ’ (ἀποδίδει ὀσμὴν λίπους) Πόντ. Βρομάει ἀλειμματίες Κύμ. 2) Κηλὶς (ἐκ τῆς εἰδικῆς σημ. τῆς διὰ λιπώδους οὐσίας σχηματιζόμενης κηλῖδος προέκυψεν ἡ γενικὴ) Δ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) : Ἐβάρηκενε τοῦ φεgαριοῦ ’ς τὴ μούρη καὶ τοῦ ’καμενε τσοὶμαῦρες ἀλεμματὲς ἁποὺ ’ ’ ἀκόμη σήμερο (ἐκ παραδ.)