ἀλειμματέα

ἀλειμματέα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλειμματέα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλειμματέα ἡ, Πόντ. ἀλειμματὲ Δ.Κρήτ. ἀλεμματὲ Δ. Κρήτ. (Ἄγιος Βασίλ.)ἀλειμματία Εὔβ. (Κύμ.)
  8. Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλειμμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. – έα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 240 καὶ 245.
  9. Σημασιολογία: 1) Ὀσμὴ ἀλείμματος, λίπους Εὔβ. (Κύμ.) Δ.Κρήτ. Πόντ. : Ἀλειμματέας μυρίζ’ (ἀποδίδει ὀσμὴν λίπους) Πόντ. Βρομάει ἀλειμματίες Κύμ. 2) Κηλὶς (ἐκ τῆς εἰδικῆς σημ. τῆς διὰ λιπώδους οὐσίας σχηματιζόμενης κηλῖδος προέκυψεν ἡ γενικὴ) Δ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) : Ἐβάρηκενε τοῦ φεgαριοῦ ’ς τὴ μούρη καὶ τοῦ ’καμενε τσοὶμαῦρες ἀλεμματὲς ἁποὺ ’ ’ ἀκόμη σήμερο (ἐκ παραδ.)