ἀτσίκνωτος

ἀτσίκνωτος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀτσίκνωτος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀτσίκνωτος ἐπίθ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) κ.ἀ. Μακεδ. κ.ἀ. ἀτσούκνωτος Κρήτ. κ.ἀ.
  7. Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσικνωτὸς < τσικνώνω.
  8. Σημασιολογία: Ἀτσίκνιστος 1, ὃ ἰδ.