- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀτσίκνωτος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀτσίκνωτος ἐπίθ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) κ.ἀ. Μακεδ. κ.ἀ. ἀτσούκνωτος Κρήτ. κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσικνωτὸς < τσικνώνω.
-
Σημασιολογία:
Ἀτσίκνιστος 1, ὃ ἰδ.