- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλειμματᾶς
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Αρσενικό
- ἀλειμματᾶς ὁ, Λεξ. Ἐλευθερουδ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλειμμα.
-
Σημασιολογία:
1) Ὁ ἀλείφων τι. 2) Βουτυροπαραγωγός.3) Ὁ μεταχειριζόμενος λίπος ἀντὶ βουτύρου, ὁ νοθευτὴς τοῦ βουτύρου.
Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Τ’ Ἀλειμματᾶ Κεφαλλ. Ἀλειμματᾶδες Κέρκ.