ἄλειμμα

ἄλειμμα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἄλειμμα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἄλειμμα τό, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) ἄλειμ-μαν Κύπρ. ἄλειμμαν Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄ’μμα βόρ. ἰδιώμ.
  8. Τὸ ἀρχαῖον οὐσ. ἄλειμμα = πᾶσα ἀλοιφή. Τὸ ἄλειμμαν καὶ παρὰ Δουκ.
  9. Σημασιολογία: 1) Ἐπάλειψις, ἐπίχρυσις τοίχου διὰ διαλύματος ἀσβέστου ἢ ἀργίλλου, πολλάκις κατὰ πληθ. Ζάκ. Μακεδ. (Βελβ.) Σίφν. κ.ἀ.: Ἔχουμε ἀλείμματα Σίφν. 2) Πᾶσα οὐσία, ἡ ὁποία ἐπαλείφεται, ἰδίως δὲ τὸ ἐξωτερικῆς χρήσεως φάρμακον, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπαλείφουν συνήθως στῆθος καὶ λαιμόν, ἀλοιφὴ Λέσβ. κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ. 3) Ἡ λιπώδης ζωικὴ οὐσία, λίπος κοιν. καὶ Καππ. (ἀραβάν. Φερτ. κ ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Βούτυρο ἀνακατωμένο μἐ ἄλειμμα. Γουρουνήσιˬο ἄλειμμα πολλαχ. Πίσσαν κιˬ ἄλειμμαν θῆκον ἄπάν’ ’ς σὴ γερὰ σ’ νὰ ’λαροῦται (διὰ νὰ θεραπευθῇ) Τραπ. Βάλλω ’ς σὸ φαεῖν ἄλειμμαν Χαλδ. Τὸ ἄλειμμα πιˬάνει ’ σὴ γούλα Ἀμισ. Ἀλειμμάτ’ κερὶ (κηρίον ἐκ στέατος) Ἀραβάν || Φρ. Ἡ καρδία μ’ ἀλείμματα ἔδεσεν (ἐχάρην μαθὼν εὐχάριστα) Πόντ. Ἄλειμμαν ’ς σ’ ὠμία σ’ ! (εἰς τοὺς ὤμους σου ! Μετὰ χαριεντισμοῦ πρὸς τὸν ἔκτελέσαντα ἔργον ἐπίπονον, δι’ ὃ κατέβαλε σωματικὰς δυνάμεις, διότι τὸ πολὺ λίπος τοῦ ὄργανισμοῦ θεωρεῖται καί ὡς τεκμήριον τῆς σωματικῆς ἰσχύος) Χαλδ. || Παροιμ. Ὁ τροχὸς χωρὶς ἄλειμμα δὲ γυρίζει (ὅτι πρὸς ἐπιτυχίαν ὑποθέσεώς τινος πρέπει νὰ δωροδοκήσῃ τις τὰ πρόσωπα, ἐκ τῶν ὁποίων ἐξαρτᾶται αὕτη) ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 240, 933. Πέντε ’ς τ’ ἄλειμμα κιˬ ὀχτὼ ’ς τ’ ἀξούγγι (ἐπὶ τοῦ σπαταλῶντος τὴν περιουσίαν του ὴ τοῦ ἐν βίᾳ καὶ ἐπιπολαίως ἐκτελοῦντος ἐργασίαν τινὰ) Σύμ. Ἅμον ζοῦ ἄλειμμαν ἔρται ἀπαγκέσ’ (καθὼς ζῷου λίπος ἔρχεται ἐπάνω, ἢτοι ἐπιπλέει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας του ὕδατος. Ἐπὶ τοῦ ἀθωότητα ὑποκρινομένου ἔνόχου) Χαλδ. ’Σ σ’ἀρκοῦ τὸν κόλον κιˬ ἄλλο ἀλειμμαν βάλλ’ (ἐπὶ τοῦ δίδοντος πρᾶγμά τι εἴς τινα, τοῦ ὁποίου οὗτος εὐπορεῖ, ὡς ἡ ἄρκτος δὲν ἔχει ἀνάγκην προσθέτου λίπους) Χαλδ. || ᾎσμ. Ἔχ ’ ἄντρα κ’εἶναι ἄρρωστος κ’ εἶναι γιˬὰ νὰ πεθάνῃ, ξαρρωστικὸ μοῦ γύρεψε νὰ φάῃ γιˬὰ νὰ γιάνη τῆς ἀλαφίνας τ’ ἄλειμμα, τ’ ἀγριˬογιδιˬοῦ τὸ γάλα Ἤπ. Συνών. γλίνα, λίγδα, λίπα, ξύγγι.β) Τὸ χοίρειον λίπος, ὅπερ συσκευάζεται μετὰ μεταχίων χοιρείου κρέατος ἐντὸς ἀγγείων ἢ αἰγείων δερμάτων πρὸς χρῆσιν κατὰ τὸν χειμῶνα καὶ τὸ θέρος Πελοπν. (Ἀρκάδ. Κορινθ. Τριφυλ.) γ) Τὸ ἐκ τοῦ γάλακτος ἐξαγόμενον βούτυρον Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ.) Πόντ. (Ἀμισ.)