- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἁλε͜ιάνιστος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἁλε͜ιάνιστος ἔπίθ. Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. * λε͜ιανιστὸς < λε͜ιανίζω.
-
Σημασιολογία:
1) Ὁ μὴ λεπτυνθεὶς Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. : Στειλιˬάρι ἁλε͜ιὰνιστο. 2) Ὁ μὴ χωρισθεὶς εἰς λεπτὰ μέρη Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ.