ἁλε͜ιὰ

ἁλε͜ιὰ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἁλε͜ιὰ
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἁλε͜ιὰ ἡ, Κέρκ. Σάμ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ.
  8. Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἁλιεία, παρ’ ὃ καὶ ἁλεία μεταγν.
  9. Σημασιολογία: 1) Ἄγρα τῶν ἰχθύων, ἁλιεία Κέρκ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ. Πἀει ’ε τὴν ἁλειὰ Κέρκ. Πάω γιὰ ἁλειὰ Μεσολόγγ. ||Φρ. Μεγάλη ἁλε͜ιὰ (ὁ χρόνος ἀπὸ τῶν μέσων τοῦ Ὀκτωβρίου μέχρι τοῦ πρώτου δεκαημέρου τοῦ Δεκεμβρίου, ὅτε γίνεται ἡ ἁλιεία τῶν μεγάλων ἰχθύων) αὐτόθ. Βάρεσ’ ἡ ἁλε͜ιὰ(ἦλθεν ἡ ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἁλιείας) αὐτόθ. Συνών. ἁλε͜ιό, ψάρεμα.2) Ἄθροισμα, σμῆνος ἰχθύων πολλῶν ἁλιευθέντων ἢ μελλόντων νὲ ἁλιευθοῦν Σάμ.