- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἁλε͜ιὰ
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἁλε͜ιὰ ἡ, Κέρκ. Σάμ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἁλιεία, παρ’ ὃ καὶ ἁλεία μεταγν.
-
Σημασιολογία:
1) Ἄγρα τῶν ἰχθύων, ἁλιεία Κέρκ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ. Πἀει ’ε τὴν ἁλειὰ Κέρκ. Πάω γιὰ ἁλειὰ Μεσολόγγ. ||Φρ. Μεγάλη ἁλε͜ιὰ (ὁ χρόνος ἀπὸ τῶν μέσων τοῦ Ὀκτωβρίου μέχρι τοῦ πρώτου δεκαημέρου τοῦ Δεκεμβρίου, ὅτε γίνεται ἡ ἁλιεία τῶν μεγάλων ἰχθύων) αὐτόθ. Βάρεσ’ ἡ ἁλε͜ιὰ(ἦλθεν ἡ ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἁλιείας) αὐτόθ. Συνών. ἁλε͜ιό, ψάρεμα.2) Ἄθροισμα, σμῆνος ἰχθύων πολλῶν ἁλιευθέντων ἢ μελλόντων νὲ ἁλιευθοῦν Σάμ.