ἀλέθω

ἀλέθω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλέθω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλέθω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ.κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ ἀ, ἀλέθου βόρ. ἰδιώμ. ἀλέσω Ἀπούλ. ἀλέσου Τσακων. ἀλέτω Ἀπουλ, ἀλένω Καπ. Ἀραβάν. Φερτ.)’λέθω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Ἰων (Κάτω Παναγ.) Κύπρ. Μεγλίστ. Σέριφ. Σύμ. Χίος κ ἀ. ’λέθου Λυκ. (Λιβύσσ.) ’λέσω Ἀπουλ. (Καλημ.) ναλέθω Θρᾴκ. (Μάλγαρ.)
  7. Τὸ μεσν. ἀλέθω, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἀλήθω. Τὸ ε ἐκ τοῦ ἤλεσα ἀορ. τοῦ ἀρχ. ἀλέω εὐχρήστου καὶ ὡς ἀορ. τοῦ ἀλήθω.
  8. Σημασιολογία: 1) Συντρίβων ἰσχυρῶς κόκκους δημητριακῶν καρπῶν μεταβάλλω εἰς ἄλευρον ἢ κόκκους καφὲ εἰς κόνιν ἢ καρποὺς ἐλαίας εἰς πολτὸν κττ., καὶ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὅστις ἐνεργεῖ διὰ τοῦ εἰδικοῦ ὀργάνου, τοῦ μύλου, καὶ ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ ὀργάνου κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. : ἀλέθω καλαμπόκι – κριθάρι – σιτάρι κττ. Ἀλέθω καφέ. Ὁ μύλος ἀλέθει καλὰ κοιν. Μὲ τὸ βορεˬὰ ἀλέθ’, μ’ ἄλλον τσαιρὸ δὲν ἀλέθ’ (ἐνν. ὁ ἀνεμόμυλος) Τῆν. Ἀλέθω κορκότα – πλουγούρ. (κορκότα = ἀποφλοιωμένος σῖτος χονδροκομμένος διὰ χειρομύλου, πλουγούρ’ = σῖτος βρασμένος καὶ ἀποφλοιωμένος) Χαλδ. Ἀλέθω ἐλαι͜ὲς πολλαχ. (συνών. φρ. κάνω ἐλαι͜ὲς). Σάμερε ὅλοι οἱ μύλοι ἀλέκαϊ (σήμερον ὅλοι οἱ μύλοι ἤλεσαν) Τσακων. || Φρ.Ἀλέθει ὁ μύλος του (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος στόμαζον ὑγιῆ καὶ τρώγοντος καλῶς) πολλαχ. Ἄλεκα τσαὶ ξάλεκα (ἄλεσα καῖ ξάλεσα, ἤτοι ἐτελείωσα τὸ ἔργον μου) Μέγαρ. Ἀλέθει ὁ μύλος. δῶσ’ του ν’ ἀλέσῃ (τρῶγε ὅ,τι θέλεις καὶ μὴ ἐμποδίζεσαι ἀπὸ διαιτητικὰ παραγγέλματα ) πολλαχ. Ἀλέθ’ ἡ γλῶσσα του (ἐπὶ τοῦ διαρκῶς τρώγοντος ἢ τοῦ πολυλόγου πολλαχ. Θ’ ἀλέσ’ ἡ γλῶσσα μ’ ὅσου μπουρεῖ (θὰ ἀναπτύξω ὅλην τὴν εὐγωττίαν μου) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀλέθουν τὰ δόντια του (ἐπὶ τοῦ τρώγοντος καλῶς) πολλαχ. Τοὺν ἄλισα καμπόσου (εἶπα εἰς αὐτὸν ἀρκετὰ προσπαθῶν νὰ τὸν πείσω) αὐτόθ. Ἀλέτιθι αὐτὸς (ὑπείκει εἰς τὰς εὐγλώττως γινομένας συστάσεις) αὐτόθ. Ἀλέθω ἀέρα (φλυαρῶ ἀσκόπως.Συνών. φρ. κοπανίζω ἀέρα) πολλαχ. ’Λέθει ὁ ἀέρας (ἐπισκήπτει ὁρμητικὸς καὶ ὡς στρόβιλος) Σύμ. || Παροιμ. Ἔμπάτε, σκύλλοι ἀλέσετε κιˬ ἀλεστικὰ μὴ δώσετε (ἐπὶ τῶν διοικούντων κακῶς τὰ τοῦ ἰδίου οἴκου καὶ παραδιδόντων ταῦτα ἕρμαιον εἰς ἅρπαγας καὶ καταχραστὰς) σύνηθ. Ὁ καλὸς ὁ μύλος, ὅ,τι βρῇ ἀλέθει (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος στόμαχον ὑγιῆ) Σινασσ. Ἡ καλὸς ἡ μύλους ’λέθει κὶ σιτάριν, ’λέθει κὶ κλιθάριν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λιβύσσ. || ᾌσμ. Νάλισε, μύλο μ’, νάλισε τῆ διˬάκω τὸ κεφάλι, βγάλε τ’ ἀλεύρι κόκκινο καὶ τὸ πασπάλ’ μελάνι Μάλγαρ. Ἄλεθε, μύλο, μυλαρᾶ, | κάνε τ’ ἀλέυριˬα μου καλά, σ’ταρένιˬα καῖ σμιγαδερά, | ὡσὰν μυρμηgοκέφαλα, νὰ τρώς ἐσύ, νὰ τρώω κ’ ἐγώ, | νἀ τρώσι κ’ οἱ χωροφυλάκοι (ἐπιμύλιον) Πελοπν. (Λακων.) 2) Μέσ. πειράζομαι ἐνδομύχως, καταβιβρώσκομαι ἠθικῶς Κύπρ. ᾎσμ.. Ἄρκεψεν πκεˬὸν τ’ ἐλέθετον ’ποὺ μέσα σὰν τὸ ρύζι, γιατὶ γνωρίζει την καλὰ τιˬαὐτὴ δὲν τὸν γνωρίζει. Συνών. τρώγομαι (ἰδ. τρώγω).