ἀλέθουρίζω

ἀλέθουρίζω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλέθουρίζω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλέθουρίζω Κρήτ.
  7. Ἐκ τοῦ ρ. ἀλέθω καὶ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλ. –ουρίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. γυˬαλουρίζω, κλαουρίζω, φεγγουρίζω κττ.
  8. Σημασιολογία: Ἀλέθω βραδέως, ἐπὶ μύλου μὴ κινούμενου ταχέως δι’ ἔλλειψιν ἰσχυροῦ ἀνέμου ἢ ἰσχυρᾶς πιέσεως ὕδατος : Ἀλεθουρίζει ὁ μύλος.