- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλέθουρίζω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλέθουρίζω Κρήτ.
- Ἐκ τοῦ ρ. ἀλέθω καὶ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλ. –ουρίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. γυˬαλουρίζω, κλαουρίζω, φεγγουρίζω κττ.
-
Σημασιολογία:
Ἀλέθω βραδέως, ἐπὶ μύλου μὴ κινούμενου ταχέως δι’ ἔλλειψιν ἰσχυροῦ ἀνέμου ἢ ἰσχυρᾶς πιέσεως ὕδατος : Ἀλεθουρίζει ὁ μύλος.