- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλέγητος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλέγητος ἐπὶθ. ἀμάρτ. ἀλέητος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
- Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λεγητὸς < λέγω παρὰ τὴν μετοχ. λεγημένος, παρ’ ἣν καὶ λεημένος.
-
Σημασιολογία:
Ὁ μὴ λεχθεὶς : Μόνο ’φτὸ μοῦ ’χες ἀλέητο κ’ εἶπες μου το κ’ εὐτό.Ἀλέητη τὴν ἔχω τὴ gουβέdα.