ἀλέγητος

ἀλέγητος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλέγητος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλέγητος ἐπὶθ. ἀμάρτ. ἀλέητος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
  7. Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λεγητὸς < λέγω παρὰ τὴν μετοχ. λεγημένος, παρ’ ἣν καὶ λεημένος.
  8. Σημασιολογία: Ὁ μὴ λεχθεὶς : Μόνο ’φτὸ μοῦ ’χες ἀλέητο κ’ εἶπες μου το κ’ εὐτό.Ἀλέητη τὴν ἔχω τὴ gουβέdα.