- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεγεντάριστος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλεγεντάριστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλεεdάριστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
- Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. * λεγενταριστὸς < λεγεντάρω, παρ’ ὃ καὶ λεεdάρω, κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγόμενα.
-
Σημασιολογία:
Ὁ περὶ οὗ δὲν ἔγινε ἢ δὲν γίνεται λόγος συνήθως κακός, ὁ μὴ δυσφημούμενος, ἀκοκολόγητος : Κἀνὲν δὲν ἀφίνεις ἀλεεdάριστο κ’ ἐσὺ κιˬ ἀπέκε͜ιοκακιˬώνεις, ἅμα λεεdάρουνε τίοτα ’ιˬὰ σένα !