ἁλεˬάτικο

ἁλεˬάτικο

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἁλεˬάτικο
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἁλεˬάτικο τό, Λευκ. – ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 268 ἁλεάτ’κου Θρᾴκ. (Αἶν.)
  8. Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁλεάς.
  9. Σημασιολογία: Πλοιάριον ἁλιευτικὸν (ἐν Λευκ. ἰδίως τῶν ἁλιευόντων πολύποδας, ὄστρακα, σπόγγους κττ.)