- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἁλεˬάτικο
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἁλεˬάτικο τό, Λευκ. – ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 268 ἁλεάτ’κου Θρᾴκ. (Αἶν.)
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁλεάς.
-
Σημασιολογία:
Πλοιάριον ἁλιευτικὸν (ἐν Λευκ. ἰδίως τῶν ἁλιευόντων πολύποδας, ὄστρακα, σπόγγους κττ.)