ἁλεˬὰς

ἁλεˬὰς

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἁλεˬὰς
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Αρσενικό
  7. ἁλεˬὰς ὁ, Θρᾴκ. (Αἰν.) Ἰόνιοι Νῆσ. (Κερκ. Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ.) –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 267ἁλεˬὸς Ἰκαρ.
  8. Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἁλιεύς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. βασιλεὺς – βασιλεˬὰς καὶ βασιλεˬὸς κττ. Τὸ ἁλεˬὸς καὶ μεσν. Πβ. Γνωμ. «ἁλεˬοῦ καὶ πουλλιοπιάστου ἄδηλος βίος» (ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 504).
  9. Σημασιολογία: 1) Ἀλιεὺς Ἰόνιοι Νῆσ. (Κέρκ. Κεφαλ. Λευκ. κ.ἀ.) : Παροιμ. Καὶ ποῦ κοιμᾶται ὁ ἁλεὰς τ’ ἀγκίστριˬα του δουλεύουν (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀμερίμνου μέν, ἀλλὰ τυχηροῦ) Ἰόνιοι Νῆσ. Συνών. ψαρᾶς.β) Ἁλιεὺς πολυπόδων, ὀστράκων καὶ σπόγγων Θρᾴκ. (Αἶν.) – ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.2) Καρκίνος τῶν γλυκέων ὑδάτων Ἰκαρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁλεˬὸς καὶ ὡς τοπων. Κάλυμν.