- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἁλεˬὰς
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Αρσενικό
- ἁλεˬὰς ὁ, Θρᾴκ. (Αἰν.) Ἰόνιοι Νῆσ. (Κερκ. Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ.) –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 267ἁλεˬὸς Ἰκαρ.
- Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἁλιεύς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. βασιλεὺς – βασιλεˬὰς καὶ βασιλεˬὸς κττ. Τὸ ἁλεˬὸς καὶ μεσν. Πβ. Γνωμ. «ἁλεˬοῦ καὶ πουλλιοπιάστου ἄδηλος βίος» (ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 504).
-
Σημασιολογία:
1) Ἀλιεὺς Ἰόνιοι Νῆσ. (Κέρκ. Κεφαλ. Λευκ. κ.ἀ.) : Παροιμ. Καὶ ποῦ κοιμᾶται ὁ ἁλεὰς τ’ ἀγκίστριˬα του δουλεύουν (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀμερίμνου μέν, ἀλλὰ τυχηροῦ) Ἰόνιοι Νῆσ. Συνών. ψαρᾶς.β) Ἁλιεὺς πολυπόδων, ὀστράκων καὶ σπόγγων Θρᾴκ. (Αἶν.) – ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.2) Καρκίνος τῶν γλυκέων ὑδάτων Ἰκαρ.
Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁλεˬὸς καὶ ὡς τοπων. Κάλυμν.