- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- Ἀλγερῖνος
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Αρσενικό
- Ἀλγερῖνος ὁ, ἀμάρτ. Ἀλτζερῖνος Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀλιντζερῖνος (Παν. 15, 95).
- Τὸ ἐθνικὸν ὄν. Ἀλγερῖνος ἐκ τοῦ τοπων. Ἀλγέριον. Τὸ Ἀλτζερῖνος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ Ἰταλ. Algerino.
-
Σημασιολογία:
Ὁ κάτοικος τοῦ Ἀλγερίου φημιζόμενος ὡς ἄγριος πειρατής: Ἔρχουνται κάθε τόσο Μπαρπαρέζοι κιˬ Ἀλτζερῖνοι καὶ ... τὴν κουρσεύουν (ἐνν. τὴν πολιτείαν) καὶ ... παίρνουν σκλάβους ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιὰ (ἐκ παραδ.) Τριφυλ. || ᾎσμ.
Ὁ Σάθας ἐπολέμαγε μὲ τοὺς Ἀλιντζερίνους,
τρεῖς ὧρες ἐπολέμαγε, τρεῖς ὧρες καὶ τρεῖς νύχτες
(Πανδ. ἔνθ’ ἀν.)