Ἀλγερῖνος

Ἀλγερῖνος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. Ἀλγερῖνος
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Αρσενικό
  7. Ἀλγερῖνος ὁ, ἀμάρτ. Ἀλτζερῖνος Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀλιντζερῖνος (Παν. 15, 95).
  8. Τὸ ἐθνικὸν ὄν. Ἀλγερῖνος ἐκ τοῦ τοπων. Ἀλγέριον. Τὸ Ἀλτζερῖνος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ Ἰταλ. Algerino.
  9. Σημασιολογία: Ὁ κάτοικος τοῦ Ἀλγερίου φημιζόμενος ὡς ἄγριος πειρατής: Ἔρχουνται κάθε τόσο Μπαρπαρέζοι κιˬ Ἀλτζερῖνοι καὶ ... τὴν κουρσεύουν (ἐνν. τὴν πολιτείαν) καὶ ... παίρνουν σκλάβους ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιὰ (ἐκ παραδ.) Τριφυλ. || ᾎσμ. Ὁ Σάθας ἐπολέμαγε μὲ τοὺς Ἀλιντζερίνους, τρεῖς ὧρες ἐπολέμαγε, τρεῖς ὧρες καὶ τρεῖς νύχτες (Πανδ. ἔνθ’ ἀν.)