Ἀλγερίνικος

Ἀλγερίνικος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. Ἀλγερίνικος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. Ἀλγερίνικος ἐπὶθ. ἀμάρτ.Ἀλιζερίνικος Κάσ.
  7. Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀλγερῖνος. Τὸ Ἀλιζερίνικος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ Ἰταλ. Algerino, δι’ ὃ ἰδ. Ἀλγερῖνος.
  8. Σημασιολογία: Ὁ ἐξ Ἀλγερίου προερχόμενος : ᾎσμ. Ἄσπρο καὶ κόκκινο χαρτὶ εἶναι τὸ πρόσωπό σου κιˬ’ Αλιζερίνικο σπαθὶ τὸ καμαρόφρυδό σου.