- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- Ἀλγερίνικος
- Λήμμα
- Επίθετο
- Ἀλγερίνικος ἐπὶθ. ἀμάρτ.Ἀλιζερίνικος Κάσ.
- Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀλγερῖνος. Τὸ Ἀλιζερίνικος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ Ἰταλ. Algerino, δι’ ὃ ἰδ. Ἀλγερῖνος.
-
Σημασιολογία:
Ὁ ἐξ Ἀλγερίου προερχόμενος : ᾎσμ.
Ἄσπρο καὶ κόκκινο χαρτὶ εἶναι τὸ πρόσωπό σου
κιˬ’ Αλιζερίνικο σπαθὶ τὸ καμαρόφρυδό σου.