- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλάχτιστος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλάχτιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)
- Ἐκ τοῦ στερητικοῦ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λαχτιστὸς < λαχτίζω.
-
Σημασιολογία:
Ὁ μὴ λακτισθείς, ὁ μὴ πληγεὶς διὰ τοῦ ποδός.