ἀλάφρωσι

ἀλάφρωσι

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλάφρωσι
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλάφρωσι ἡ, Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ.—Λεξ. Βλαστ.
  8. Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἐλάφρωσις.
  9. Σημασιολογία: Ἡ ἐκ νοσήματος, πόνου κττ. ἀνακούφισις ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ἄρρωστος ἔχει ἀλάφρωσι ’ς τοὺς πόνους Κορινθ. Ἀπῆς ἤπιˬα τὸ γιˬατρικὸ ηὗρα ἀλάφρωσι Κρήτ. Συνών. ἀλάφρυσι. Πβ. ἀλάφρωμα.