- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλάφρωσι
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλάφρωσι ἡ, Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ.—Λεξ. Βλαστ.
- Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἐλάφρωσις.
-
Σημασιολογία:
Ἡ ἐκ νοσήματος, πόνου κττ. ἀνακούφισις ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ἄρρωστος ἔχει ἀλάφρωσι ’ς τοὺς πόνους Κορινθ. Ἀπῆς ἤπιˬα τὸ γιˬατρικὸ ηὗρα ἀλάφρωσι Κρήτ. Συνών. ἀλάφρυσι. Πβ. ἀλάφρωμα.