- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρωπὸς
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφρωπὸς ἐπίθ. Κρήτ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλ. – ωπός.
-
Σημασιολογία:
Ὁ ὀλίγον τι μωρός, ἀνόητος. Συνών. ἀλαφρούτσικος Πβ. ἀλαφρὸς 9.