- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρώνω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλαφρώνω, ἐλαφρώνω Λεξ. βυζ. ἀλαφρώνω σύνηθ. ἀλαφρών-νω Κύπρ. ἀλαβρών-νω Κύπρ. ἀλαφρώνου βορ. ἰδιώμ. ’λαφρώνω πολλαχ.’λαφρών-νω Μεγίστ. Σύμ.’λαφρώνου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) κ.ἀ. ἀφρούκχου Τσακων.
- Ἐκ τοῦ μεσν. ἐλαφρῶ. Πβ. Ἡσύχ. «ἀλεγύνεται· κακοῦται, ἐλαφροῦται. . . ». Τὸ ἐλαφρώνω καὶ παρὰ Πορτ.
-
Σημασιολογία:
1) Μετβ. καθιστῶ τι ἐλαφρὸν διὰ τῆςἀφαιρέσεως μέρους τοῦ βάρους του σύνηθ. : Ἀλαφρώνω τὰ μαλλιˬὰ τοῦ κεφαλιˬοῦ (τὰ κάμνω ὀλιγώτερα ἀποκόπτων μέρος αὐτῶν) Ἀθῆν.ἀλαφρώνω τὸ μάρμαρο Ἄνδρ. Θ’ ἀλαφρώσου νιˬὰ ψ’χούλλα τοὺ σπίτ’ ἀποὺ τούτ’ τὴν πλάκα πὄ’ ἡ σκιπὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἐλαφρὸς ἀφαιρουμένου μέρους τοῦ βάρους μου σύνηθ. : Ἀλάφρωσε τὸ γομάρι – τὸ φορτιˬὸ κττ. σύνηθ. Ἀλάφρουσα ’φέτου πουλύ, πέρ’σ’ἤμ’ναν βαρύτιρους Αἰτωλ. 2) Μετβ. ἀνακουφίζω ἐκ τῆς στενοχωρίας, θλίψεως, κόπου κττ. σύνηθ. : Τὸν ἀλάφρωσε τὸ γιˬατρικὸ σύνηθ. Μ’ ἀλαφρώ’ ς’ τὴ δ’λε͜ιὰ τοὺ πιδί μ’ Αἰτωλ. Ἀλαφρώθ’κα ἀπ’ αὐτὸ τοὺ βάρους, ἀλλ’ ὥσπου ν’ ἀλαφρουθῶ γαῖμα ἔφτ’σα Μακεδ. (Σισάν.) Ἀλαφρώθηκα ἀπὸ τὸν πόνο Πελοπν. (Λακων.) Ἀλαφρώνεται ὁ ἄρρωστος (τρέπεται ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡ κατάστασίς του) Κρήτ. Καὶ ἀμτβ. ἀνακουφίζομαι ἐκ τῆς στενοχωρίας, θλίψεως, μόχθου κττ. σύνηθ.: Ἐλάφρωσ’ ἡ ψυχή μου Μεγίστ. Ἀλάφρουσα νιˬὰ ψ’χούλα τωρᾳ π’ γί’κι τρανὸ τοὺ πιδί μ’ (ἀνεκουφίσθην ὀλίγον τι ἀπὸ τἀ οἰκογενεικὰ βάρη κτλ.) Αἰτωλ.
Πβ. ἀλαφέρνω. ἀλαφρυνέσκω, ἀλαφρυνίσκω.