ἀλαφρωμάρα

ἀλαφρωμάρα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρωμάρα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλαφρωμάρα ἡ, ἀμάρτ. ἀλαφρουμάρα Ἤπ. κ.ἀ.
  8. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τῆς παραγωγικὴς καταλ. –ωμάρα.
  9. Σημασιολογία: Κουφόνοια, μωρία. Συνών. ἀλαφράδα, ἀλαφρομυˬαλιˬά, ἀλαφροσύνη, κουταμάρα.