- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρωμάρα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλαφρωμάρα ἡ, ἀμάρτ. ἀλαφρουμάρα Ἤπ. κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τῆς παραγωγικὴς καταλ. –ωμάρα.
-
Σημασιολογία:
Κουφόνοια, μωρία. Συνών. ἀλαφράδα, ἀλαφρομυˬαλιˬά, ἀλαφροσύνη, κουταμάρα.