ἀλάφρωμα

ἀλάφρωμα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλάφρωμα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἀλάφρωμα τό, ἐλάφρωμα ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 174, 3 – Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀλάφρωμα σύνηθ. ἀλάφρουμα βόρ. ἰδιώμ.’λάφρωμα Σύμ. κ.ἀ.ἄφρουμα Τσακων.
  8. Ἐκ τοῦ ρ. ἀλαφρώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ., παρ’ ᾧ καὶ ἐλάφρωμα.
  9. Σημασιολογία: 1)Ἐλάττωσις βάρους, ἀνακούφισις σύνηθ.: Παροιμ. Ξάπλωμα τῶν ποδιˬῶν, τῆς κοιλιˬᾶς ἐλάφρωμα ( ἐπὶ τῶν δι’ ὀκνηρίαν πεινώντων) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ἀν2) Ἡ τῶν σκηνιτῶν ποιμένων ἀποσκευὴ συναποκομιζομένη κατὰ τὰς ἑκάστοτε ἀλλαγὰς διαμονῆς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Ἄφ’κι τ’ἀλάφρουμα ’ς τοὺ σπίτ’ τ’ κὶ πάει ’ε τὰ ’μαδε͜ιά. Ἄφ’κα καμπόσ’ ἀλαφρώματα ’ς τοὺ χά’, γιˬατὶ δὲ βγαί’ τοὺ καψαλουμούλαρου ἀπάν’. Συνών. ξαλάφρουμα. Πβ. ἀλάφρυσι, ἀλάφρωσι.