- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλάφρωμα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἀλάφρωμα τό, ἐλάφρωμα ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 174, 3 – Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀλάφρωμα σύνηθ. ἀλάφρουμα βόρ. ἰδιώμ.’λάφρωμα Σύμ. κ.ἀ.ἄφρουμα Τσακων.
- Ἐκ τοῦ ρ. ἀλαφρώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ., παρ’ ᾧ καὶ ἐλάφρωμα.
-
Σημασιολογία:
1)Ἐλάττωσις βάρους, ἀνακούφισις σύνηθ.: Παροιμ. Ξάπλωμα τῶν ποδιˬῶν, τῆς κοιλιˬᾶς ἐλάφρωμα ( ἐπὶ τῶν δι’ ὀκνηρίαν πεινώντων) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ἀν2) Ἡ τῶν σκηνιτῶν ποιμένων ἀποσκευὴ συναποκομιζομένη κατὰ τὰς ἑκάστοτε ἀλλαγὰς διαμονῆς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Ἄφ’κι τ’ἀλάφρουμα ’ς τοὺ σπίτ’ τ’ κὶ πάει ’ε τὰ ’μαδε͜ιά. Ἄφ’κα καμπόσ’ ἀλαφρώματα ’ς τοὺ χά’, γιˬατὶ δὲ βγαί’ τοὺ καψαλουμούλαρου ἀπάν’. Συνών. ξαλάφρουμα.
Πβ. ἀλάφρυσι, ἀλάφρωσι.