ἀλαφρυνέσκω

ἀλαφρυνέσκω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρυνέσκω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλαφρυνέσκω Κορσ.
  7. Ἐκ τοῦ ρ. ἀλαφρύνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έσκω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀβγατένω - ἀβγάτυνα - ἀβγατυνέσκω, μένω - ἔμεινα - μεινέσκω κττ.
  8. Σημασιολογία: Καθιστῶ τι ἐλαφρόν, ἐλαφρύνω. Πβ. ἀλαφρένω, ἀλαφρυνίσκω, ἀλαφρώνω.