- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρυνέσκω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλαφρυνέσκω Κορσ.
- Ἐκ τοῦ ρ. ἀλαφρύνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έσκω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀβγατένω - ἀβγάτυνα - ἀβγατυνέσκω, μένω - ἔμεινα - μεινέσκω κττ.
-
Σημασιολογία:
Καθιστῶ τι ἐλαφρόν, ἐλαφρύνω. Πβ. ἀλαφρένω, ἀλαφρυνίσκω, ἀλαφρώνω.