ἀλαφρόψυχος

ἀλαφρόψυχος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρόψυχος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφρόψυχος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἐλαφρόψυχος Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)’λαφρόψυχος Πόντ. (Σινώπ.)
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιθ, ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ψυχή.
  8. Σημασιολογία: Ὁ ἐλαφρὸς τὸ σῶμα καὶ μεταφ. εὐκίνητος, ἐπιδέξιος ἔνθ’ ἀν.: Τὰ παιδιὰ μ’ ὅλ ἐλαφρόψυχα εἶν’ Χαλδ. Ἀντίθ. βαρύψυχος.