- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρόψυχος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφρόψυχος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἐλαφρόψυχος Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)’λαφρόψυχος Πόντ. (Σινώπ.)
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ, ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ψυχή.
-
Σημασιολογία:
Ὁ ἐλαφρὸς τὸ σῶμα καὶ μεταφ. εὐκίνητος, ἐπιδέξιος ἔνθ’ ἀν.: Τὰ παιδιὰ μ’ ὅλ ἐλαφρόψυχα εἶν’ Χαλδ. Ἀντίθ. βαρύψυχος.