ἀλαφροχειμωνιˬὰ

ἀλαφροχειμωνιˬὰ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροχειμωνιˬὰ
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλαφροχειμωνιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μάν.)
  8. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. χειμωνιˬά.
  9. Σημασιολογία: Χειμὼν ἐλαφρός, ἤπιος, οὐχὶ δριμύς : Ἔχομε ἀλαφροχειμωνιˬά. Ἀντίθ. βαρυχειμωνιˬά.