- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροφέρνω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλαφροφέρνω πολλαχ.’λαφροφέρνω Θρᾴκ (Σαρεκκλ. κ.ἀ.)
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ οὗ ὡς β’ συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 252.
-
Σημασιολογία:
1) Εὑρίσκομαι ἐν ἀρχῇ τῆς παραφροσύνης, κλίνω πρὸς τὴν φρενοβλάβειαν Κεφαλλ.2) Εἶμαι μωρός, ἀνόητος πολλαχ.Συνών. ἀλαφρένω4,ἀλαφρίζω 2, ἀλαφροζυγιˬάζω 2, ἀλαφροζυγίζω, ἀλαφροκαμπανίζω 2, ἀλαφροπατῶ 2, βλακοφέρνω, κουτοφέρνω, μωροφέρνω, παλαβοφέρνω, τρελλοφέρνω.
Πβ. ἀλαφρὸς 1 καί 9, ἀλαφρούτσικος.