ἀλαφροφέρνω

ἀλαφροφέρνω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροφέρνω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλαφροφέρνω πολλαχ.’λαφροφέρνω Θρᾴκ (Σαρεκκλ. κ.ἀ.)
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ οὗ ὡς β’ συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 252.
  8. Σημασιολογία: 1) Εὑρίσκομαι ἐν ἀρχῇ τῆς παραφροσύνης, κλίνω πρὸς τὴν φρενοβλάβειαν Κεφαλλ.2) Εἶμαι μωρός, ἀνόητος πολλαχ.Συνών. ἀλαφρένω4,ἀλαφρίζω 2, ἀλαφροζυγιˬάζω 2, ἀλαφροζυγίζω, ἀλαφροκαμπανίζω 2, ἀλαφροπατῶ 2, βλακοφέρνω, κουτοφέρνω, μωροφέρνω, παλαβοφέρνω, τρελλοφέρνω. Πβ. ἀλαφρὸς 1 καί 9, ἀλαφρούτσικος.