- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροφάνταχτος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφροφάνταχτος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κωνπλ. Σίφν. κ.ἀ. ’λαφροφάνταχτος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
- Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ φανταχτός.
-
Σημασιολογία:
1) Ὁ ἐξ ἐλαφρότητος, ἐκ μωρίας ἀλαζὼν Κωνπλ.Συνών. ἀλαφροφαντασμένος. 2) Ὁ τεχνικῶς μὲν ἁπλοῦς καὶ ἄνευ πολλῆς καὶ δυσκόλου ἐργασίας, ἀλλὰ ἐπιδεικτικός, προξενῶν ἰσχυρὰν ἐντύπωσιν, ἐπὶ ἐργοχείρων, οἷον κεντημάτων κττ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) 3) Ὁ προσβαλόμενος εὐκόλως ὑπὸ φαντασμάτων Σίφν. κ.ἀ. Συνών. ἀλαφρόησκιˬος 3, ἀλαφροήσκιˬωτος 5, ἀντίθ. βαρόησκιˬος. Πβ. ἀλαφροαίματος.