- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροφαντασμένος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφροφαντασμένος ἐπίθ. ἀμάρτ.’λαφροφανταγμένος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ φαντασμένος μετοχ. τοῦ ρ. φαντάζω.
-
Σημασιολογία:
Ὁ ἐκ κουφότητος, ἐκ μωρίας ὑπερήφανος, πτωχαλαζών. Συνών. ἀλαφροφάνταχτος 1.