- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρούτσικος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφρούτσικος ἐπίθ. ἐλαφρούτσικος Σκίαθ. -- Λεξ. Βυζ. Ἠπίτ. ἀλαφρούτσικος σύνηθ. ἀλαφρούτσ’κους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.’λαφρούτσικος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ.
- Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρός. Τὸ ἐλαφρούτσικος καὶ ’λαφρούτσικος καὶ παρὰ Σομ.
-
Σημασιολογία:
1) Ὀλίγον τι, κἄπως ἐλαφρὸς σύνηθ. : Παλτὸ-ροῦχο ἀλαφρούτσικο. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ.2) Ὁ ἀραιὸς τὴν σύστασιν, οὐχὶ πυκνὸς σύνηθ. : Καφὲς ἀλαφρούτσικος.3) Ὁ μὴ προξενῶν βάρος εἰς τὸν στόμαχον, εὔπεπτος, ἐπὶ τροφῶν ἐν γένει καὶ ὑγρῶν σύνηθ. : Κρασί – φαγεῖ ἀλαφρούτσικο.4) Εὔκολος σύνηθ. Δουλε͜ιὰ ἀλαφρούτσικη 5) Μεταφ. ὁ ὀλίγον τι ἀνόητος, μωρὸς σύνηθ. : Ὁ γιˬός του εἶναι ἀλαφρούτσικος. Συνών. ἀλαφρωπός. Πβ. ἀλαφρὸς 9.