- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρούτσικα
- Λήμμα
- Επίρρημα
- ἀλαφρούτσικα ἐπίρρ. πολλαχ ’λαφρούτσικα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρούτσικος. Τὸ ’λαφρούτσικα καὶ παρὰ Σομ.
-
Σημασιολογία:
1) Ὀλίγον ἐλαφρά, κἄπως ἐλαφρὰ (μετὰ ὑποκορισμοῦ). πολλαχ. : Εἶναι ντυμένος ἀλαφρούτσικα. Περπατεῖ ἀλαφρούτσικα.2) Μεταφ. ἄνευ σπουδαιότητος πολλαχ. : Τὸ πῆρε ἀλαφρούτσικα ( δὲν τὸ ἔλαβεν ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν).Συνών φρ. τὸ πῆρε ἀψήφιστα.