ἀλαφρόυπνος

ἀλαφρόυπνος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρόυπνος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφρόυπνος ἐπίθ. Θήρ. κ.ἀ.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ὕπνος.
  8. Σημασιολογία: Ὁ ἔχων ὕπνον ἐλαφρόν, ὁ εὐκόλως ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγειρόμενος. Ἀντίθ. βαρόυπνος.