- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρόυπνος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφρόυπνος ἐπίθ. Θήρ. κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ὕπνος.
-
Σημασιολογία:
Ὁ ἔχων ὕπνον ἐλαφρόν, ὁ εὐκόλως ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγειρόμενος. Ἀντίθ. βαρόυπνος.