- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροτρέμω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλαφροτρέμω ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 42.
- Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. τρέμω.
-
Σημασιολογία:
Τρέμω ὀλίγον :Ὅλα τοῦ κορμιˬοῦ της καὶ τῆς φορεσιˬᾶς κυματίζουν ἀπάνω της καὶ ἀλαφροτρέμουν.