ἀλαφροτρέμω

ἀλαφροτρέμω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροτρέμω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλαφροτρέμω ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 42.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. τρέμω.
  8. Σημασιολογία: Τρέμω ὀλίγον :Ὅλα τοῦ κορμιˬοῦ της καὶ τῆς φορεσιˬᾶς κυματίζουν ἀπάνω της καὶ ἀλαφροτρέμουν.